- νοίδιον
- νοίδιον, τὸ (Α)1. υποκορ. τού νους2. νοημάτιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + υποκορ. κατάλ. -ίδιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νοίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοιδίων — νοίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek